Κυριακή 22 Μαρτίου 2015

Στον υπόνομο

 Ούτε που ξέρω πως βρέθηκα εδώ κάτω.Νιώθω πως έχουν περάσει ώρες που πάω πάνω κάτω στα βρομόνερα. Μυρίζει έντονα μούχλα και σκατά. Στο μισοσκόταδο διακρίνω ποντίκια που τρέχουν πάνω κάτω τρομαγμένα. Έτσι νιώθω και εγώ, τρομαγμένος και καταδικασμένος να περιφέρομαι σε μέρη βρωμερά. Είναι  λαβύρινθος εδώ κάτω και όσο και αν στρίβω έχω μονίμως την αίσθηση ότι γυρίζω ξανά στο ίδιο σημείο. Για κάποιο λόγο δε φοβάμαι. Συνεχίζω να κινούμαι ασταμάτητα, χωρίς να νιώθω κούραση ή πείνα. Είναι σαν κάτι να με σπρώχνει να κάνω το επόμενο βήμα, να μη τα παρατήσω ακόμα και αν συνεχώς όλα μοιάζουν ίδια, ακόμα και αν νιώθω πως θα μείνω εδώ για πάντα. Στην επόμενη στροφή κάτι αλλάζει. Από κάπου μπαίνει φως. Κοιτάζω ψηλά ένα μισό-βουλωμένο καπάκι αποχέτευσης. Βάζω όλη μου τη δύναμη και τ’ ανοίγω. Τα μάτια μου κλείνουν, ξεσυνήθισαν και δεν αντέχουν στο φως. Θα συνηθίσω.

Η Πτώση

 Βλέπω τον εαυτό μου να παίρνει φόρα και να πηδάει μέσα σε ένα φρέαρ βαθύ, σκοτεινό και απύθμενο. Πέφτω πολύ γρήγορα και όσο πέφτω η ταχύτητα της πτώσης μου γίνεται ακόμα μεγαλύτερη. Όπου και αν κοιτάξω γύρω μου σκοτάδι, όσο μπορώ να δω μόνο σκοτάδι. Νιώθω το πρόσωπό μου να πονάει. Τα μάγουλα μου τραβιούνται προς τα πάνω και τα μάτια μου πονάνε απ’ τον ψυχρό αέρα. Αναγκάζομαι να τα κλείσω. Ακόμα και η αναπνοή είναι ανυπόφορη. Κάνει τα ρουθούνια να παγώνουν. Για πόσο ακόμα μπορώ να συνεχίσω να πέφτω; Είναι μια στιγμή; Είναι λεπτά; Δε προλαβαίνω να σκεφτώ, να νοιαστώ, για εμένα, για κανέναν. Όταν τελειώσει θα υπάρχει μόνο θάνατος.

Πέμπτη 12 Μαρτίου 2015

Συνάντηση

 Ήθελε να μπορεί να βλέπει ουρανό. Ήταν ίσως η μεγαλύτερη έγνοια της τη μέρα που το πήρε απόφαση και ξεκίνησε επιτέλους να ψάχνει σπίτι.
   Όχι γιατί δε της άρεσε αυτό που ζούσε τα τελευταία χρόνια. Κάθε άλλο. Το αγαπούσε αυτό το σπίτι και μαζί με αυτό κάθε του γωνιά και κάθε γλυκιά ανάμνηση από όλα όσα έζησε εκεί μέσα. Τι κι αν ήταν παλιό με μαρμάρινο νεροχύτη που έπιανε μούχλα συχνά- πυκνά; Τι κι αν τα ντουλάπια της κουζίνας ήταν θεό -παλιά και για να κλείσουν έπρεπε να τα κοπανάει με όλη της τη δύναμη; Ακόμα και εκείνο το μωσαϊκό που όταν το πρωτό-αντίκρισε το είχε σιχαθεί, ακόμα και αυτό το αγαπούσε τώρα.
   Ήταν όμως καιρός να το πάρει απόφαση. Όσο και να της άρεσε ακόμα αυτό το σπίτι, η γειτονιά, η ζωή που είχε τη χαρά να ζήσει εκεί μέσα. Όλα τελείωσαν πια. Θα έπρεπε να αναζητήσει καινούριο σπίτι, καινούρια γειτονιά, καινούρια ζωή. Τη δική της ζωή.
   Από το πρώτο κιόλας σπίτι που είδε ένα ένστικτο την οδήγησε να τρέξει στο μπαλκόνι και να κοιτάζει ψηλά. Είχε από όταν ήταν ακόμα παιδάκι την ανάγκη όταν για κάποιο λόγο ήταν πολύ στεναχωρημένη ή πολύ χαρούμενη να θέλει να μένει μόνη της, χαρούμενη ή δυστυχισμένη και να κοιτάζει τον ουρανό στα μάτια. Ένιωθε πως και εκείνος της ανταπέδιδε το βλέμμα με ένα χαμόγελο. Την κοίταζε και με ένα απαλό φιλί την τράβαγε κοντά του. Και εκείνη έμενε κοντά του έτσι όπως ήθελε, για όσο ήθελε, μακριά από ανθρώπους με μίζερες σκέψεις και ποταπές ελπίδες. Μακριά από ανθρώπους που την εμπόδιζαν να λυτρωθεί από τη δυστυχία της και να απολαύσει την ευτυχία.
   Μετά από κάποιες βδομάδες αναζήτησης κατέληξε σε ένα μικρό διαμέρισμα στον πέμπτο όροφο μιας πολυκατοικίας με τεράστια μπαλκόνια και με όλες τις γειτονικές πολυκατοικίες σε χαμηλότερο ύψος. Ήταν στο κέντρο μιας μεγαλούπολης αλλά όταν ήθελε μπορούσε να έχει τον ουρανό όλο δικό της. Τον συναντούσε όποτε ήθελε και μοιραζόταν μαζί του τις σκέψεις της, τη χαρά, το θυμό, τη θλίψη της. Μιλώντας μαζί του ένιωθε τα προβλήματα της να μεταμορφώνονται από σπουδαία σε μικρά. Μιλώντας μαζί του ένιωθε τον εαυτό της να μεταμορφώνεται από μικρός σε σπουδαίος.