Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2015

Δεν πιστεύω στον έρωτα



Όχι δεν πιστεύω στον έρωτα.

Δεν έχω ερωτευτεί ποτέ. Δε ξέρω τι είναι αυτό το πράγμα που το λένε έρωτα και το περιγράφουν σα χάσιμο του εαυτού τους, σαν κάτι μαγικό, σαν αυτό το κάτι που κάνει τον άλλο να δείχνει στα μάτια σου σα να είναι ο κόσμος όλος. Αυτό που ο ένας δε μπορεί να αντέξει στιγμή μακρυά από τον άλλο.
Εγώ αυτό το λέω ενθουσιασμό και απίστευτη προβολή των θέλω του ενός πάνω στον άλλο. Δεν είναι ο άλλος που ερωτεύονται ο τόσο τέλειος ή το έτερο ήμισι που λένε. Είναι απλά υπέρμετρος ενθουσιασμός που σε τυφλώνει και εξιδανικεύει τον άλλο. Με άλλα λόγια αν το αντικείμενο του πόθου διαθέτει πράγματι ένα από αυτά τα χαρακτηριστικά που ιδανικά ψάχνουμε στον άλλο, βλέπουμε το χαρακτηριστικό αυτό πολλαπλασιασμένο επί χίλια. Στην αντίθετη περίπτωση δε, στη φάση που είμαστε «ερωτευμένοι»- Ενθουσιασμένοι, αν τυχόν υποψιαστούμε πώς το αντικείμενο του πόθου διαθέτει κάτι που δε μας αρέσει- μας χαλάει, απλά το διαιρούμε με το 1000000 και δεν το βλέπουμε καν.
Αυτό που έχω διαπιστώσει, από την παρατήρηση των ανθρώπων γύρω μου, είναι πως οι άνθρωποι ανάλογα σε τι φάση βρίσκονται στη ζωή τους έχουν την τάση να εξιδανικεύουν –ερωτεύονται κάποιον που θα τους κάνει ίσως να νιώσουν λίγο καλύτερα με τον εαυτό τους. Να έρθει να συμπληρώσει αυτά που θεωρούν ότι τους λείπουν.
Κατά βάση αυτό που αποκαλούν έρωτα είναι ισως η τελειότερη απόδειξη υπέρμετρου εγωισμού και ανασφάλειας. Και εξηγώ...
Εγωιστικό γιατί προβάλουμε στο όποιο αντικείμενο του πόθου τα δικά μας θέλω άσχετα με το  αν μπορεί ή θέλει να ανταποκριθεί σε αυτά.
Ανασφάλειας γιατί κατά βάση οι άνθρωποι που έχουν την τάση να δηλώνουν συχνά ερωτευμένοι με κάποιον σίγουρα δεν είναι ποτέ ερωτευμένοι με τον εαυτό τους. Για την ακρίβεια δεν αντέχουν καν να είναι μόνοι με τον εαυτό τους και για αυτό επιδιώκουν διακαώς να είναι είναι με κάποιον άλλο άνθρωπο.
Μου αρέσει ο εαυτός μου, η παρέα του, και να περνάω χρόνο μαζί του. Δεν επιδιώκω και δε θέλω να είμαι συνεχώς με άλλους ανθρώπους.
Πιστεύω στην αγάπη μεταξύ των ανθρώπων. Την αγάπη που αφήνει τον καθένα να είναι ο εαυτός του και όχι τα θέλω του άλλου. Την αγάπη που απελευθερώνει τους ανθρώπους. Την αγάπη που δεν είναι εγωιστική. Αυτή που συνοδεύεται από το σεβασμό και την εκτίμηση μεταξύ των ανθρώπων.
Όχι δε πιστεύω στον έρωτα και δε θα σου κάνω ποτέ ερωτική εξομολόγηση...δεν είμαι ερωτευμένη μαζί σου. Σε αγαπάω, σε νοιάζομαι, σε σκέφτομαι, σε εκτιμάω και σε σέβομαι. Δε θέλω να φύγεις από τη ζωή μου και αυτό είναι καθαρά εγωιστικό γιατί σκέφτομαι τον εαυτό μου και μόνο αυτόν όταν το λέω.

Δε θα σου πω ότι δε θέλω να φύγεις γιατί δε μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα. Θα ήταν ψέματα. Και εσύ το ξέρεις και εγώ το ξέρω ότι μια χαρά μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα. Προτιμώ όμως να ζω μαζί σου.

Κυριακή 12 Ιουλίου 2015

Η Άλλη πλευρά

Αυτό το ταξίδι είναι ταξίδι σε μια πόλη που χωρίζεται στα δύο. Η «άλλη» πλευρά της δεν  θυμίζει σε τίποτα ούτε την ίδια πόλη ούτε την ίδια χώρα. Η «άλλη» πλευρά έχει δρόμους στενούς και σπίτια χαμηλά, αυλές με τοίχους ψηλούς και πόρτες ερμητικά κλειστές στα αδιάκριτα βλέμματα. Οι άνθρωποι στους δρόμους ελάχιστοι. Περπατάνε με σκυμμένο κεφάλι. Το βλέμμα τους, αν γυρίσουν να σε κοιτάξουν, σκοτεινό και το χαμόγελό τους παγωμένο στο πρόσωπο.
   Είμαι ξένος εδώ. Θα μείνω ξένος για πάντα. Η πινακίδα μπροστά γράφει «ΟΔΟΣ ΛΑΒΥΡΙΝΘΟΥ». Αριστερά, δεξιά, μπρος και πίσω το ίδιο όνομα. Δρόμοι αδιέξοδοι. Αρχίζει να νυχτώνει. Φοβάμαι.

  Ακούγονται φωνές και γέλια παιδικά. Ακολουθώντας τη φασαρία τους καταφέρνω να βγω. Χαίρομαι που τα παιδιά είναι παντού παιδιά.

Κυριακή 5 Απριλίου 2015

Ανύπαρκτο

 Καθόσουν πάντα στα δεξιά μου. Στην πλευρά που μου άρεσε να γυρίζω το κεφάλι και να σε κοιτάζω όσο μιλάς. Να μου λες για την καθημερινότητά σου, την οικογένειά σου, το παρελθόν σου,  τις απόψεις σου για τη ζωή, τα σχέδια σου για το μέλλον μας.
  Πάντα εσύ ξεκινούσες και εγώ συμπλήρωνα. Ναι συμπλήρωνα μόνο,  γιατί δε θυμάμαι να έλεγες ποτέ κάτι που να με κάνει να διαφωνήσω, να θέλω να πω κάτι εντελώς αντίθετο από αυτό που έλεγες.
  Κάπως έτσι  κυλούσαν τα καλοκαιρινά βράδια μαζί σου, στο στενό μπαλκόνι  στο διαμέρισμά μου, στο κέντρο. Οι δυο μας, με ένα μπουκάλι παγωμένο λευκό κρασί να μιλάμε και να γελάμε για ώρες. Σχεδόν πάντα μέχρι την ώρα που κάποιος από τα διπλανά διαμερίσματα μας κάνει παρατήρηση και αναγκαστούμε, σα παιδάκια που τους έκανε παρατήρηση ο δάσκαλος, να μπούμε μέσα στο διαμέρισμα ή αλλιώς στο μικρό μας φούρνο, όπως συνηθίζαμε να το λέμε.
  Κλεινόμασταν μέσα σα να μας βάζανε τιμωρία. Ωστόσο πηγαίναμε στο κρεβάτι και αφού κάναμε έρωτα, συνεχίζαμε να μιλάμε, λες και θέλαμε να προλάβουμε να πούμε τα πάντα ο ένας στον άλλο. Μιλάγαμε μέχρι που μας έπαιρνε ο ύπνος και σχεδόν παραμιλούσαμε. Παραμιλούσαμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Έτσι όπως μας έβρισκε το επόμενο πρωί.
  Ήταν όλα τόσο όμορφα, σχεδόν μαγικά. Τόσο που δε μπορούσα καν να θυμηθώ πως ήταν η ζωή μου πριν μπεις εσύ σε αυτή και έτρεμα την πιθανότητα να γίνει κάτι και να σε χάσω. Ζούσα μόνο για τις ώρες που ήμουν μαζί σου. Ήσουν ο κόσμος μου και η ζωή μου.

  Μένω ακόμα στο ίδιο διαμέρισμα στο κέντρο με το στενό μπαλκόνι και έχει ήδη μπει καλοκαίρι. Ίσως γι’ αυτό σήμερα που σε συνάντησα στο δρόμο για τη δουλειά, όπως τόσες άλλες φορές άλλωστε, ήρθε στο μυαλό μου αυτή η ανάμνηση. Πλέον όποτε συναντιόμαστε σε χαιρετάω και ρωτάω τα νέα σου όπως χαιρετάω και ρωτάω τα νέα οποιουδήποτε γνωστού. Έτσι νιώθω για σένα, σα να είσαι άλλος ένας γνωστός, ένας περαστικός στο δρόμο μου όπως πάω στη δουλεία, ένας περαστικός στο δρόμο της ζωής μου. Σήμερα μόνο ήρθε στο μυαλό μου αυτή η ανάμνηση. Η ανάμνηση μιας αγάπης που δεν υπάρχει πια.

Κυριακή 22 Μαρτίου 2015

Στον υπόνομο

 Ούτε που ξέρω πως βρέθηκα εδώ κάτω.Νιώθω πως έχουν περάσει ώρες που πάω πάνω κάτω στα βρομόνερα. Μυρίζει έντονα μούχλα και σκατά. Στο μισοσκόταδο διακρίνω ποντίκια που τρέχουν πάνω κάτω τρομαγμένα. Έτσι νιώθω και εγώ, τρομαγμένος και καταδικασμένος να περιφέρομαι σε μέρη βρωμερά. Είναι  λαβύρινθος εδώ κάτω και όσο και αν στρίβω έχω μονίμως την αίσθηση ότι γυρίζω ξανά στο ίδιο σημείο. Για κάποιο λόγο δε φοβάμαι. Συνεχίζω να κινούμαι ασταμάτητα, χωρίς να νιώθω κούραση ή πείνα. Είναι σαν κάτι να με σπρώχνει να κάνω το επόμενο βήμα, να μη τα παρατήσω ακόμα και αν συνεχώς όλα μοιάζουν ίδια, ακόμα και αν νιώθω πως θα μείνω εδώ για πάντα. Στην επόμενη στροφή κάτι αλλάζει. Από κάπου μπαίνει φως. Κοιτάζω ψηλά ένα μισό-βουλωμένο καπάκι αποχέτευσης. Βάζω όλη μου τη δύναμη και τ’ ανοίγω. Τα μάτια μου κλείνουν, ξεσυνήθισαν και δεν αντέχουν στο φως. Θα συνηθίσω.

Η Πτώση

 Βλέπω τον εαυτό μου να παίρνει φόρα και να πηδάει μέσα σε ένα φρέαρ βαθύ, σκοτεινό και απύθμενο. Πέφτω πολύ γρήγορα και όσο πέφτω η ταχύτητα της πτώσης μου γίνεται ακόμα μεγαλύτερη. Όπου και αν κοιτάξω γύρω μου σκοτάδι, όσο μπορώ να δω μόνο σκοτάδι. Νιώθω το πρόσωπό μου να πονάει. Τα μάγουλα μου τραβιούνται προς τα πάνω και τα μάτια μου πονάνε απ’ τον ψυχρό αέρα. Αναγκάζομαι να τα κλείσω. Ακόμα και η αναπνοή είναι ανυπόφορη. Κάνει τα ρουθούνια να παγώνουν. Για πόσο ακόμα μπορώ να συνεχίσω να πέφτω; Είναι μια στιγμή; Είναι λεπτά; Δε προλαβαίνω να σκεφτώ, να νοιαστώ, για εμένα, για κανέναν. Όταν τελειώσει θα υπάρχει μόνο θάνατος.

Πέμπτη 12 Μαρτίου 2015

Συνάντηση

 Ήθελε να μπορεί να βλέπει ουρανό. Ήταν ίσως η μεγαλύτερη έγνοια της τη μέρα που το πήρε απόφαση και ξεκίνησε επιτέλους να ψάχνει σπίτι.
   Όχι γιατί δε της άρεσε αυτό που ζούσε τα τελευταία χρόνια. Κάθε άλλο. Το αγαπούσε αυτό το σπίτι και μαζί με αυτό κάθε του γωνιά και κάθε γλυκιά ανάμνηση από όλα όσα έζησε εκεί μέσα. Τι κι αν ήταν παλιό με μαρμάρινο νεροχύτη που έπιανε μούχλα συχνά- πυκνά; Τι κι αν τα ντουλάπια της κουζίνας ήταν θεό -παλιά και για να κλείσουν έπρεπε να τα κοπανάει με όλη της τη δύναμη; Ακόμα και εκείνο το μωσαϊκό που όταν το πρωτό-αντίκρισε το είχε σιχαθεί, ακόμα και αυτό το αγαπούσε τώρα.
   Ήταν όμως καιρός να το πάρει απόφαση. Όσο και να της άρεσε ακόμα αυτό το σπίτι, η γειτονιά, η ζωή που είχε τη χαρά να ζήσει εκεί μέσα. Όλα τελείωσαν πια. Θα έπρεπε να αναζητήσει καινούριο σπίτι, καινούρια γειτονιά, καινούρια ζωή. Τη δική της ζωή.
   Από το πρώτο κιόλας σπίτι που είδε ένα ένστικτο την οδήγησε να τρέξει στο μπαλκόνι και να κοιτάζει ψηλά. Είχε από όταν ήταν ακόμα παιδάκι την ανάγκη όταν για κάποιο λόγο ήταν πολύ στεναχωρημένη ή πολύ χαρούμενη να θέλει να μένει μόνη της, χαρούμενη ή δυστυχισμένη και να κοιτάζει τον ουρανό στα μάτια. Ένιωθε πως και εκείνος της ανταπέδιδε το βλέμμα με ένα χαμόγελο. Την κοίταζε και με ένα απαλό φιλί την τράβαγε κοντά του. Και εκείνη έμενε κοντά του έτσι όπως ήθελε, για όσο ήθελε, μακριά από ανθρώπους με μίζερες σκέψεις και ποταπές ελπίδες. Μακριά από ανθρώπους που την εμπόδιζαν να λυτρωθεί από τη δυστυχία της και να απολαύσει την ευτυχία.
   Μετά από κάποιες βδομάδες αναζήτησης κατέληξε σε ένα μικρό διαμέρισμα στον πέμπτο όροφο μιας πολυκατοικίας με τεράστια μπαλκόνια και με όλες τις γειτονικές πολυκατοικίες σε χαμηλότερο ύψος. Ήταν στο κέντρο μιας μεγαλούπολης αλλά όταν ήθελε μπορούσε να έχει τον ουρανό όλο δικό της. Τον συναντούσε όποτε ήθελε και μοιραζόταν μαζί του τις σκέψεις της, τη χαρά, το θυμό, τη θλίψη της. Μιλώντας μαζί του ένιωθε τα προβλήματα της να μεταμορφώνονται από σπουδαία σε μικρά. Μιλώντας μαζί του ένιωθε τον εαυτό της να μεταμορφώνεται από μικρός σε σπουδαίος. 

Πέμπτη 19 Φεβρουαρίου 2015

Σιωπή


Η σιωπή μια λέξη και αυτή. Μια λέξη με αξία άλλη. Χωρίς αυτή δε θα αναγνωρίζαμε την αξία που έχουν κάποια στιγμή οι λέξεις. Χωρίς τις λέξεις δε θα καταλαβαίναμε την αξία που έχουν κάποιες στιγμές σιωπής.
Πόσες λέξεις που δε λέγονται από κανένα στόμα χωράνε σε μερικές στιγμές σιωπής;

Σιωπή για κάποιους σημαίνει θάνατος. Σιωπή για μένα σημαίνει απομόνωση από όλους εκείνους τους θορύβους που γεμίζουν την καθημερινότητα χωρίς να μου προσφέρουν τίποτα. Είναι στιγμή ανάπαυσης και σκέψης. Στιγμή να ακούσω τις σκέψεις μου. Να δω μέσα μου.

Μέσα στη σιωπή μου οι λέξεις έρχονται και με βρίσκουν η μια μετά την άλλη και πιάνονται μεταξύ τους και αρχίζουν  το χορό. Αποκτάνε ζωή πάνω σε μια λευκή κόλλα χαρτί. Γεμίζουν οι σελίδες με εικόνες, θύμησες, συναισθήματα. Και από το τίποτα γεννιούνται όλα. Κόσμοι ολόκληροι, άνθρωποι και ιστορίες γεννιούνται από το πουθενά. Αναπνέουν, ζουν περιπέτειες,  πεθαίνουν και ξαναγεννιούνται σα να μην πέθαναν ποτέ. Ξεκινάνε ταξίδια σε χώρους μακρινούς, μαγικούς, σκοτεινούς. Ξεκινάνε τα μεγαλύτερα ταξίδια. Τα ταξίδια μέσα μου.

Χάνομαι από όλους και από όλα για να ακούσω τη σιωπή μου και να μιλήσω τις λέξεις της. Στη σιωπή μου ακούω τις σκέψεις μου. Μιλάω στον εαυτό μου. Όλα παίρνουν άλλη διάσταση, άλλο σχήμα, άλλο νόημα. Όλα μοιάζουν πιο αληθινά όταν ακούγονται μες στη σιωπή.



Τρίτη 3 Φεβρουαρίου 2015

«Δε θα μπορούσα να είμαι ποτέ με έναν οικοδόμο ή γιατρό ή πολιτικό μηχανικό. Θα μπορούσα να είμαι μόνο με έναν άνθρωπο που εκφράζεται…. Πρέπει κάτι να τον τρώει, να του καίει τα σπλάχνα»
Μαλβίνα Κάραλη